αντικαθεστωτικός

αντικαθεστωτικός
-ή –ό
αυτός που αντιτίθεται στο πολιτειακό ή κοινωνικό καθεστώς ή επιδιώκει την ανατροπή του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αντικαθεστωτικός — ή, ό επίρρ. ά ο εχθρός του πολιτεύματος ή του καθεστώτος που ισχύει: Τον κατηγόρησαν για αντικαθεστωτική δράση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”